κινεόλη

κινεόλη
Βλ. λ. ευκαλυπτόλη.
* * *
η
χημ. οργανική ένωση εσωτερικός αιθέρας τής τερπίνης, που υπάρχει στη φύση ως συστατικό πολλών αιθέριων ελαίων, αλλ. ευκαλυπτόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό, πρβλ. αγγλ. cineole < cine- (νεολατ. cina) + -ole (< oil < μσν. αγγλ. olie < αρχ. γαλλ. olie < λατ. oleum < ελλ. ἔλαιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευκαλυπτόλη — Εσωτερικός αιθέρας της τερπίνης. Ονομάζεται και κινεόλη. Λαμβάνεται κυρίως από το ευκαλυπτέλαιο. Είναι υγρό με οσμή ευκαλύπτου. Έχει σημείο βρασμού 176°C, ειδικό βάρος 0,930 και είναι οπτικά ανενεργή στο πολωμένο φως. Μπορεί επίσης να σχηματιστεί …   Dictionary of Greek

  • κινεολικός — ή, ο φρ. χημ. α) «κινεολικά φάρμακα» φάρμακα που περιέχουν αιθέρια έλαια με κύριο συστατικό την κινεόλη β) «κινεολικό οξύ» οργανική χημική ένωση που λαμβάνεται με οξείδωση τής κινεόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”